- εὐκάρπου
- εὔκαρποςfruitfulmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ИМЯ, НОМЕН — •Nomen. I. У греков не было родовых И. или фамилий. Новорожденному дитяте давалось И. по выбору родителей, что делалось обыкновенно на 5, 7 или 10 день (см. Άμφιδρόμια). По древнему обычаю, сыну,… … Реальный словарь классических древностей
Имя — • Nomen. I. У греков не было родовых И. или фамилий. Новорожденному дитяте давалось И. по выбору родителей, что делалось обыкновенно на 5, 7 или 10 день (см. Άμφιδρόμια, Амфидромия). По древнему обычаю, сыну, особенно старшему, давалось И … Реальный словарь классических древностей
εύκαρπος — η, ο (ΑΜ εὔκαρπος, ον) αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο 3. ως επίθ. τής… … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek